Η ενδομητρίωση είναι μια καλοήθης νόσος που σχετίζεται με την παρουσία κυττάρων του ενδομητρίου σε άλλες θέσεις, όπως π.χ. μυϊκό τοίχωμα μήτρας (αδενομύωση), ωοθήκες, περιτόναιο, καθώς και σε άλλες σπάνιες εντοπίσεις όπως ουροδόχος κύστη, τοίχωμα εντέρου κτλ.
Η ενδομητρίωση διακρίνεται σε ήπια, μέτρια και σοβαρή και είναι αρκετά συχνή, καθώς αφορά περίπου το 10%-20% των γυναικών της αναπαραγωγικής ηλικίας, ενώ σε γυναίκες με πρόβλημα υπογονιμότητας μπορεί να βρίσκεται στο 20%-40%.
Τα ακριβή αίτια της ενδομητρίωσης δεν είναι απολύτως γνωστά, αλλά οι επικρατέστερες θεωρίες υποστηρίζουν ότι υπάρχει μια γενετική προδιάθεση και επιπλέον, η ενδομητρίωση μπορεί να δημιουργείται με την παλινδρόμηση του αίματος της περιόδου μέσω των σαλπίγγων στο εσωτερικό της κοιλιάς και την εμφύτευση ενδομητρικών κυττάρων σε διάφορα σημεία. Παλίνδρομη εμμηνορρυσία, όμως, παρατηρείται έτσι κι αλλιώς στις περισσότερες γυναίκες και σαφώς δεν αναπτύσσουν όλες ενδομητρίωση. Για το λόγο αυτό, οι έρευνες στράφηκαν στην υπόθεση ότι υπάρχει μειωμένη απάντηση του ανοσολογικού συστήματος στις γυναίκες που αναπτύσσουν ενδομητρίωση, με αποτέλεσμα να μην καταστρέφονται τα κύτταρα του ενδομητρίου όταν αυτά βρίσκονται σε θέσεις εκτός της μήτρας.
Τα κλασικά συμπτώματα της ενδομητρίωσης είναι πόνος λίγο πριν και κατά τη διάρκεια της περιόδου (δυσμηνόρροια) και πόνος κατά τη σεξουαλική επαφή. Επιπλέον, η ενδομητρίωση μπορεί να προκαλέσει συμφύσεις στις σάλπιγγες και στα εσωτερικά όργανα της πυέλου, αλλά και κύστεις στις ωοθήκες. Τα συμπτώματα της ενδομητρίωσης συνεπώς μπορεί να είναι πόνος, αιμορραγία και υπογονιμότητα. Αξίζει να τονιστεί ότι, κάποιες φορές, ακόμη και εκτεταμένη ενδομητρίωση μπορεί να διαφύγει της διάγνωσης λόγω της απουσίας σημαντικών συμπτωμάτων. Με άλλα λόγια μια γυναίκα με ενδομητρίωση είναι δυνατόν να μην έχει καθόλου συμπτώματα.
Για τη διάγνωση της ενδομητρίωσης, το ιστορικό και η κλινική εξέταση δίνουν χρήσιμες πληροφορίες. Το ενδοκολπικό υπερηχογράφημα μπορεί να διακρίνει κυστικά μορφώματα των ωοθηκών (ενδομητριώματα) ή ακόμα και εστίες ενδομητρίωσης σε άλλα όργανα. Η μαγνητική τομογραφία μπορεί επίσης να βοηθήσει. Η οριστική διάγνωση, όμως, τίθεται με την μέθοδο της λαπαροσκόπησης.
Η θεραπεία της ενδομητρίωσης μπορεί να είναι φαρμακευτική (π.χ. αντισυλληπτικά χάπια) ή χειρουργική (π.χ. αφαίρεση κύστης ενδομητρίωσης, καυτηριασμός εστιών ενδομητρίωσης, λύση των συμφύσεων) ή συνδυασμός τους. Σε γυναίκες με υπογονιμότητα οφειλόμενη στην ενδομητρίωση, η φαρμακευτική θεραπεία έχει περιορισμένες ενδείξεις.