Η ρήξη των εμβρυϊκών υμένων (‘έσπασαν τα νερά’) γίνεται αντιληπτή με την απώλεια υγρών από τον κόλπο, που μπορεί να συνοδεύεται και με μια μικρή απώλεια αίματος. Συνήθως η ρήξη των υμένων είναι προφανής, αλλά υπάρχουν περιπτώσεις που υπάρχουν αμφιβολίες για το αν έχει συμβεί. Σε τέτοιες περιπτώσεις, απαιτείται η λήψη ενός καλού ιστορικού, η διενέργεια υπερηχογραφήματος για τη μέτρηση του αμνιακού υγρού, αλλά, κυρίως η κλινική εξέταση, όπου ο ιατρός θα δει αμνιακό υγρό να εξέρχεται από τον τράχηλο. Σε περιπτώσεις που εξακολουθούν να υπάρχουν αμφιβολίες για τη διάγνωση, μπορεί να γίνει μια ειδική εξέταση προηγμένης τεχνολογίας με τη λήψη κολπικού δείγματος και την ανίχνευση μιας ειδικής πρωτεΐνης σε αυτό, που μπορεί να μας απαντήσει με σιγουριά στο κατά πόσο έχει συμβεί ρήξη εμβρυϊκών υμένων.
Από τη στιγμή που επιβεβαιωθεί η διάγνωση ρήξης των εμβρυϊκών υμένων, η αντιμετώπιση εξαρτάται από το στάδιο της εγκυμοσύνης:
-
Αν η κύηση είναι σχετικά ώριμη (>34 εβδομάδες), συστήνεται πρόκληση τοκετού με ή χωρίς χορήγηση στεροειδών. Η πρόκληση μπορεί να μην χρειαστεί να γίνει, καθώς σχεδόν το 90% των εγκύων θα ξεκινήσουν από μόνες τους συσπάσεις τοκετού εντός 24-48 ωρών από τη ρήξη των εμβρυϊκών υμένων.
-
Αν η κύηση είναι πρόωρη (<34 εβδομάδες), συστήνεται συντηρητική αντιμετώπιση με χορήγηση στεροειδών για την ωρίμανση των πνευμόνων του εμβρύου και προφυλακτική χορήγηση αντιβιοτικών (ερυθρομυκίνη) για την πρόληψη ανάπτυξης ενδομήτριας λοίμωξης.
Σε περίπτωση που δεν ξεκινά ο τοκετός, δεν υπάρχουν σημάδια λοίμωξης, ούτε σημάδια εμβρυϊκής δυσφορίας, η εγκυμοσύνη μπορεί να συνεχιστεί μέχρι το όριο των 34 εβδομάδων υπό στενή παρακολούθηση. Αν παρόλα αυτά εμφανιστούν συμπτώματα λοίμωξης, συστήνεται πρόκληση τοκετού