ΛΟΙΜΩΞΕΙΣ ΣΤΗΝ ΚΥΗΣΗ – ΕΡΥΘΡΑ
Η ερυθρά είναι παιδική ασθένεια οφειλόμενη σε RNA ιό που μεταδίδεται με τον αέρα, γι’ αυτό και μεταδίδεται στις εγκύους από μικρά παιδιά. Ο ιός έχει 14-21 ημέρες χρόνο επώασης και μπορεί να προκαλέσει στην έγκυο συμπτώματα όπως πυρετό, κακουχία, λεμφαδενοπάθεια και κηλιδώδες εξάνθημα που ξεκινάει από το μέτωπο. Η ερυθρά μπορεί να προκαλέσει σοβαρές βλάβες στο έμβρυο ειδικά στο πρώτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης. Σε μια τέτοια περίπτωση, το έμβρυο μπορεί να αναπτύξει το συγγενές σύνδρομο της ερυθράς που χαρακτηρίζεται από ένα εύρος πιθανών ανωμαλιών που περιλαμβάνει καταρράκτη, αμφιβληστροειδοπάθεια, μικροφθαλμία, γλαύκωμα, ανωμαλίες πνευμονικής βαλβίδας και κώφωση. Η πιθανότητα λοίμωξης του εμβρύου είναι 80% αν η μητέρα προσβληθεί στο 1ο τρίμηνο, 25% αν προσβληθεί στο 2ο τρίμηνο και ακόμα λιγότερο αν προσβληθεί στο 3ο τρίμηνο. Η διάγνωση ερυθράς στη μητέρα δεν είναι πάντα εύκολη, επειδή η ερυθρά είναι συχνά ασυμπτωματική και το εξάνθημα που εμφανίζεται δεν είναι τυπικό για την πάθηση. Αυτός είναι ο λόγος που προτιμάται ο ανοσολογικός έλεγχος (έλεγχος αντισωμάτων IgM) για να γίνει η διάγνωση. Οι γυναίκες που δεν έχουν αντισώματα κατά της ερυθράς (επειδή δεν έχουν περάσει την ασθένεια στο παρελθόν) θα πρέπει να εμβολιαστούν πριν από την εγκυμοσύνη και να καθυστερήσουν την προσπάθεια για εγκυμοσύνη για 1 μήνα, γιατί το εμβόλιο περιέχει εξασθενημένο ζωντανό ιό και υπάρχει θεωρητικός κίνδυνος να μολυνθεί το έμβρυο (αν και δεν υπάρχει καμιά τέτοια περίπτωση στη βιβλιογραφία). Αξίζει να τονιστεί ότι αν και το εμβόλιο θεωρείται ότι παρέχει προστασία για πάντα, ένα μικρό ποσοστό γυναικών χάνουν την ανοσία τους με το πέρασμα των χρόνων και πρέπει να ελέγχονται σε κάθε εγκυμοσύνη.
Η αντιμετώπιση της ερυθράς ξεκινάει με την πρόληψή της είτε με τον εμβολιασμό στην παιδική ηλικία είτε με τον έλεγχο για την ύπαρξη ανοσίας ΠΡΙΝ την εγκυμοσύνη. Αν υπάρξει προσβολή στο 1ο τρίμηνο, ενημερώνονται οι γονείς για την μεγάλη πιθανότητα ύπαρξης σημαντικών ανωμαλιών στο έμβρυο. Αν υπάρξει προσβολή αργότερα, μπορεί να γίνει προσπάθεια ανίχνευσης αντισωμάτων IgM στο έμβρυο μέσω ειδικών τεχνικών.
ΛΟΙΜΩΞΕΙΣ ΣΤΗΝ ΚΥΗΣΗ – ΚΥΤΤΑΡΟΜΕΓΑΛΟΪΟΣ (CMV)
Ο κυτταρομεγαλοϊός (cytomegalovirus – CMV) μεταδίδεται με όλες τις εκκρίσεις του σώματος, π.χ. από τα ούρα και το σάλιο μικρών παιδιών, με τη σεξουαλική επαφή και με τη μετάγγιση αίματος. Γι’ αυτό και αν η έγκυος βρίσκεται συχνά σε επαφή με μικρά παιδιά στο σπίτι ή στη δουλειά της, θα πρέπει να προσέχει, πλένοντας συχνά τα χέρια της όταν έρχεται σε επαφή με τις εκκρίσεις τους. Επίσης θα πρέπει να μη δοκιμάζει από το κουτάλι τους, να μην τα φιλάει στο στόμα και να φοράει γάντια όταν τα καθαρίζει. Πάντως ο ιός δεν είναι πολύ μεταδοτικός. Συνήθως μια υγιής έγκυος γυναίκα δεν διατρέχει κίνδυνο η ίδια από τον κυτταρομεγαλοϊό και δεν έχει προφανή συμπτώματα όταν προσβάλλεται από τον ιό. Αν μια γυναίκα δεν έχει αντισώματα απέναντι στον ιό και προσβληθεί στη διάρκεια της εγκυμοσύνης, η πιθανότητα μετάδοσης στο έμβρυο είναι 40%. Από αυτά τα 40% των εμβρύων που προσβάλλονται, μόνο το 10% εμφανίζουν ενδομητρίως συμπτώματα συγγενούς λοίμωξης, όπως ελαττωμένο βάρος, ηπατοσπληνομεγαλία, μικροκεφαλία, αιμολυτική αναιμία, αύξηση του εύρους των κοιλιών του εγκεφάλου και ενδοκρανιακές επασβεστώσεις. Μετά τη γέννηση, μπορεί να προκληθούν διαταραχές της όρασης και της ακοής και διανοητική καθυστέρηση.
Επομένως, αν 100 γυναίκες προσβληθούν για πρώτη φορά από τον ιό στη διάρκεια της κύησης, μόνο 4 από τα μωρά τους θα νοσήσουν και θα εμφανίσουν συμπτώματα. Η διάγνωση της λοίμωξης από κυτταρομεγαλοϊό δε γίνεται εύκολα, γιατί ο ιός δεν προκαλεί πολλά συμπτώματα στην έγκυο. Μπορεί να υπάρχει πυρετός με κακουχία και διόγκωση λεμφαδένων, αλλά τίποτα περισσότερο. Παρόλα αυτά, τα άτομα που έχουν νοσήσει από τον ιό αποκτούν ανοσία επειδή φέρουν αντισώματα στο αίμα τους που παραμένουν για πάντα. Αν μία έγκυος δεν έχει ανοσία και εκτεθεί στον ιό, πρέπει να διαπιστώσουμε αν έχει νοσήσει με μέτρηση τυχόν αντισωμάτων IgM. Ακόμα και αν βρεθούν τέτοια αντισώματα (δηλαδή αν η έγκυος έχει πραγματικά νοσήσει από τον ιό), αυτό δε σημαίνει ότι έχει απαραιτήτως προσβληθεί και το έμβρυο. Πρέπει λοιπόν να γίνει αμνιοπαρακέντηση για την ανίχνευση του ιού στο έμβρυο. Ο υπερηχογραφικός έλεγχος μπορεί επίσης να βοηθήσει στη διάγνωση.
Η αντιμετώπιση του κυτταρομεγαλοϊού ξεκινάει με την πρόληψη. Δυστυχώς το εμβόλιο για τον ιό βρίσκεται ακόμα σε πειραματικό στάδιο και η μόνη άμυνα είναι η καλή υγιεινή των χεριών, η οποία συνήθως είναι αρκετή. Σε περίπτωση βέβαιης νόσησης του εμβρύου, οι γονείς ενημερώνονται ότι δεν υπάρχει φαρμακευτική ή άλλου είδους θεραπεία.
ΛΟΙΜΩΞΕΙΣ ΣΤΗΝ ΚΥΗΣΗ – ΤΟΞΟΠΛΑΣΜΩΣΗ
Το toxoplasma gondii είναι ενδοκυττάριο παράσιτο που μεταδίδεται με την κατανάλωση μη καλοψημένου κρέατος ή μετά από έκθεση και επαφή με κόπρανα από γάτες που νοσούν (συνήθως μέσω μη καλά πλυμένων λαχανικών). Η νόσος για τη γυναίκα μπορεί να είναι χωρίς συμπτώματα ή να προκαλεί ήπια κακουχία, λήθαργο και διόγκωση λεμφαδένων.
Η τοξοπλάσμωση στην εγκυμοσύνη μπορεί να προκαλέσει καθυστέρηση ενδομήτριας ανάπτυξης και διαταραχές ανάπτυξης σε
διάφορα συστήματα και όργανα, όπως κεντρικό νευρικό σύστημα, οφθαλμοί, ήπαρ και σπλήνα. Όταν προσβληθεί η μητέρα στο 1ο τρίμηνο, είναι συχνή η αποβολή του εμβρύου. Προσβολή του εμβρύου αργότερα στην κύηση μπορεί να συνοδεύεται από
προβλήματα όπως χαμηλό βάρος γέννησης, ίκτερος, διαταραχές όρασης, διανοητική καθυστέρηση, υδροκέφαλος και ενδοκρανιακές επασβεστώσεις. Όσο προχωράει η εγκυμοσύνη, τόσο αυξημένο κίνδυνο έχει το έμβρυο να προσβληθεί, αλλά τόσο και ο κίνδυνος να εμφανιστούν ανωμαλίες είναι ελαττωμένος (καθότι τα όργανα του εμβρύου έχουν ήδη αναπτυχθεί).
Η διάγνωση της τοξοπλάσμωσης γίνεται με την εύρεση των σχετικών αντισωμάτων IgM στη μητέρα ή/και με την αύξηση των αντισωμάτων IgG. Για την οριστικοποίηση της διάγνωσης, συστήνεται η αμνιοπαρακέντηση με έλεγχο του αμνιακού υγρού. Ο υπερηχογραφικός έλεγχος μπορεί επίσης να βοηθήσει. Η αντιμετώπιση της τοξοπλάσμωσης ξεκινάει από την πρόληψη με τη σωστή ενημέρωση της εγκύου. Συστήνεται η αποφυγή επαφής με περιττώματα γάτας και η κατανάλωση καλώς πλυμένων λαχανικών και καλοψημένου κρέατος. Αν η λοίμωξη της μητέρας επιβεβαιωθεί, η χορήγηση σπιραμυκίνης μειώνει την πιθανότητα προσβολής του νεογνού κατά 50% περίπου.
ΛΟΙΜΩΞΕΙΣ ΣΤΗΝ ΚΥΗΣΗ – ΑΝΕΜΕΥΛΟΓΙΑ
Η ανεμευλογιά οφείλεται σε έναν ιό που μεταδίδεται είτε με άμεση επαφή είτε μέσω αναπνευστικών σταγονιδίων. Ο ιός που προσβάλλει τη γυναίκα για πρώτη φορά προκαλεί πυρετό, κακουχία και ένα κηλιδοβλατιδώδες εξάνθημα –κυρίως στο πρόσωπο και τον κορμό- που προκαλεί φαγούρα. Το εξάνθημα αργότερα μετατρέπεται σε βλατίδες και τελικά σε κρούστες. Ο χρόνος επώασης είναι 14-21 ημέρες και η ασθένεια είναι μολυσματική ακόμα και πριν εμφανιστεί το εξάνθημα. Αν η γυναίκα εκτεθεί στον ιό για δεύτερη ή τρίτη φορά, αυτό γίνεται με τη μορφή του έρπητα ζωστήρα, με επώδυνες κύστεις στο δέρμα. Πιστεύεται πως πάνω από 90% των ενηλίκων έχουν ανοσία στην ανεμευλογιά και η πιθανότητα επαφής με τον ιό για πρώτη φορά στη ζωή της γυναίκας κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης είναι περίπου 0,3%. Αν το έμβρυο προσβληθεί από τον ιό, μπορεί να εμφανίσει το συγγενές σύνδρομο της ανεμευλογιάς που χαρακτηρίζεται από ένα εύρος πιθανών ανωμαλιών που περιλαμβάνει καταρράκτη, αμφιβληστροειδοπάθεια, μικροφθαλμία, ανωμαλίες των άκρων, ουλές στο δέρμα, μικροκεφαλία και διανοητική καθυστέρηση. Το αν το έμβρυο θα επηρεαστεί από τον ιό, εξαρτάται από την ηλικία κύησης κατά την οποία προσβάλλεται η μητέρα. Ανεμευλογιά μέχρι τις 20 εβδομάδες κύησης προκαλεί ανωμαλίες σε ποσοστό 2% των εμβρύων, ενώ προσβολή της μητέρας ανάμεσα στις 20 εβδομάδες μέχρι και 2 εβδομάδες πριν τον τοκετό δεν προκαλεί προβλήματα. Εάν η ανεμευλογιά εμφανιστεί 6 – 12 ημέρες προ τοκετού, υπάρχει μια μικρή πιθανότητα το έμβρυο να εμφανίσει συγγενή ανεμευλογιά η οποία θα είναι ήπιας μορφής. Εάν η ανεμευλογιά προκύψει μέχρι 5 μέρες πριν τον τοκετό ή 1 με 2 ημέρες μετά τον τοκετό, υπάρχει πιθανότητα το νεογνό να εμφανίσει συγγενή ανεμευλογιά σε ποσοστό 20% – 25%.
Έρπητας ζωστήρας κατά την διάρκεια της κύησης μπορεί να προκαλέσει δυσφορία στην μητέρα, παρόλα αυτά δεν αποτελεί
κίνδυνο για το νεογνό. Η αντιμετώπιση της ανεμευλογιάς ξεκινάει από την πρόληψη. Εάν η έγκυος έχει νοσήσει από ανεμευλογιά στο παρελθόν, δεν χρειάζεται να κάνει τίποτα, καθώς έχει αντισώματα που προστατεύουν εκείνη και το μωρό της. Εάν η έγκυος πιστεύει πως ΔΕΝ έχει περάσει ανεμευλογιά στο παρελθόν και έρθει σε επαφή με κάποιο άτομο που νοσεί από ανεμευλογιά, θα πρέπει να ερευνηθεί αν υπάρχουν αντισώματα IgG στη μητέρα. Αν υπάρχουν, η μητέρα έχει ανοσία. Αν δεν υπάρχουν, η μητέρα δεν έχει ανοσία και συστήνεται η χορήγηση ανοσοσφαιρινών VZIG που μπορεί να είναι αποτελεσματικές μέχρι και 10 ημέρες μετά την επαφή με τον ιό. Αν εμφανιστεί εξάνθημα, οι ανοσοσφαιρίνες δεν είναι αποτελεσματικές και συστήνεται χορήγηση ασικλοβίρης εντός 24 ωρών.
ΛΟΙΜΩΞΕΙΣ ΣΤΗΝ ΚΥΗΣΗ – ΙΟΣ ΤΟΥ ΕΡΠΗΤΑ ΤΩΝ ΓΕΝΝΗΤΙΚΩΝ ΟΡΓΑΝΩΝ
Ο ιός του έρπητα των γεννητικών οργάνων μεταδίδεται με την σεξουαλική επαφή. Η πρώτη επαφή με τον ιό προκαλεί επώδυνα
έλκη στην περιοχή των γεννητικών οργάνων μετά από μια μικρή περίοδο επώασης. Η δερματική προσβολή ξεκινά με ερυθρότητα στην περιοχή του τραχήλου της μήτρας και του αιδοίου που μετατρέπεται σε βλατίδες, μετά έλκη και τελειώνει με κρούστες. Η όλη διαδικασία κρατάει 2 εβδομάδες και μπορεί να συνοδεύεται από πυρετό, κακουχία και πονοκεφάλους. Ο ιός μπορεί να αναζωπυρωθεί, αλλά τα συμπτώματα είναι πολύ λιγότερα τότε. Εάν η έγκυος έχει κολλήσει έρπητα των γεννητικών οργάνων πριν την κύηση, δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας, καθώς ακόμα και αναζωπυρώσεις του ιού κατά την κύηση δεν επηρεάζουν το έμβρυο. Εάν η έγκυος κολλήσει για πρώτη φορά τον ιό στην εγκυμοσύνη , υπάρχει κίνδυνος αποβολής, ελαττωμένης ανάπτυξης και πρόωρου τοκετού ανάλογα με την ηλικία κύησης.
Η αντιμετώπιση του έρπητα των γεννητικών οργάνων ξεκινάει με την πρόληψη. Εάν ο σύντροφος σας έχει οποιαδήποτε μορφή έρπητα (επιχείλιος έρπης, έρπης των γεννητικών οργάνων) και εσείς δεν έχετε μολυνθεί, πρέπει να αποφύγετε επαφή δέρμα με
δέρμα με την περιοχή που έχει τον έρπητα στην περίοδο της κύησης. Αυτό μπορεί να συμπεριλαμβάνει αποφυγή οποιασδήποτε μορφής σεξουαλικής επαφής. Καλό είναι να πλένετε τα χέρια σας εάν αγγίξετε δερματικές περιοχές που έχουν έρπη. Εάν νοσήσετε από πρωτοπαθή έρπη στην κύηση, μπορείτε να πάρετε αντι-ιικά χάπια (ασικλοβίρη) που είναι απολύτως ασφαλή για το έμβρυο. Μπορεί επίσης να χρειαστεί εισαγωγή σε νοσοκομείο σε περίπτωση που η λοίμωξη είναι πολύ επώδυνη ή συνοδεύεται από αδυναμία ούρησης λόγω έντονου πόνου. Εάν έχετε επαναλαμβανόμενα επεισόδια αναζωπύρωσης έρπη στην εγκυμοσύνη, ίσως να σας χορηγηθεί ασικλοβίρη από τις 36 εβδομάδες κύησης έως τον τοκετό, καθώς ο σκοπός είναι να ελαττωθεί η διάρκεια και η οξύτητα των συμπτωμάτων.
Για τη μικρή πιθανότητα να εμφανίσει το μωρό νεογνικό έρπη, συνιστάται συχνά καισαρική τομή, αλλά αυτό είναι κάτι που πρέπει
να συζητηθεί με τον θεράποντα ιατρό.